- βραβεύσιμος
- -η, -οαυτός που αξίζει να βραβευθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < βραβεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Κωνστ. Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραβεύσιμος — η, ο αυτός που θεωρείται ικανός, άξιος να πάρει βραβείο: Κανένα από τα έργα που πήραν μέρος στο διαγωνισμό δεν κρίθηκε βραβεύσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)